- κατερύω
- κατ-ερύω, aor. κατείρυσε, pass. perf. κατείρυσται, κατειρύσθαι: draw down, launch a vessel.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κατερύω — κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α) 1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.) 2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.) 3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω 4. μέσ. κατερύομαι (σχετικά με… … Dictionary of Greek
κατείρυσαν — κατερύω draw aor ind act 3rd pl (epic ionic) κατερύω draw aor ind act 3rd pl κατερύω draw aor ind act 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείρυσεν — κατερύω draw aor ind act 3rd sg (epic ionic) κατερύω draw aor ind act 3rd sg κατερύω draw aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειρύσαι — κατερύω draw aor inf act (epic ionic) κατειρύσαῑ , κατερύω draw aor opt act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειρύσθαι — κατερύω draw perf inf mp (epic ionic) κατερύω draw perf inf mp (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειρύμεναι — κατερύω draw pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειρύσαντες — κατερύω draw aor part act masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείρυσται — κατερύω draw perf ind mp 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
κατειρύω — (Α) βλ. κατερύω … Dictionary of Greek